προσέπεσα

προσέπεσα
πρόσ-ἐφέζομαι
sit upon
aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
πρόσ-ἐπιέννυμι
put on besides
aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσπίπτω — προσπίπτω, προσέπεσα βλ. πίν. 141 Σημειώσεις: προσπέφτω – προσπίπτω : η έννοια διαφοροποιείται. Το προσπέφτω σημαίνει → πέφτω στα γόνατα και εκλιπαρώ, ενώ το προσπίπτω σημαίνει → (για ακτίνα κτλ.) στη φορά μου συναντάω επιφάνεια ή σημείο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”